παρελύπει

παρελύπει
παρελύ̱πει , παραλυπέω
grieve
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραλυπώ — έω, Α 1. πειράζω, ενοχλώ κάποιον («καὶ ἄλλο παρελύπει κατ ἐκεῑνον τὸν χρόνον οὐδὲν τῶν εἰωθότων», Θουκ.) 2. στρ. δημιουργώ στενότητα πεδίου δράσεως με αντιπερισπασμό («οὐ γὰρ πω Ἱπποκράτης παρελύπει ἐν τῇ γῇ ὤν», Θουκ.) 3. παθ. παραλυποῡμαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”